23-29/7
Έργο του Θ. Τσίγκου
Ο πλόκαμος της Αλταμίρας
Τα
κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή.
Ο
γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου,
η
έλξις απλώνει την παλίρροια.
Λίγα
κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα
η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή,
σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
Η
ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι
μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ΄άνθη μιλούν.
Από
τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η
εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Η
σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή,
άνευ
έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.
Ω
δροσερόν κοράσιον που κρύβεσαι μές΄ στα
μπαμπάκια των χιονοστιβάδων!
Τα
κρύσταλλά τους μέλπουν όπισθέν σου και τα ταχύσκαπτα των κουναβιών
βαθαίνουν
κι όλο πλησιάζουν το κύπελλον του
φουστανιού σου.
Έτσι
τ΄ αστέρια τανύουν τις χορδές των. Έτσι διαχέεται στο νου σου
ο
γαλαξίας.
Πάρε
την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
Μέσα
στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί αντηχούν κάτω απ΄τα φύλλα,
και
σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει,
μεσουρανούν
οι θρύλοι κι η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει.
Έπειτα
σβήνει μονομιάς –μα ξαφνικά στη θέσι της
αλέκτωρ αλαλάζει.
Ανδρέας Εμπειρίκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου